- πισσώδης
- (pissodes). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές και είναι έντομα ξυλοφάγα. Οι προνύμφες τους προσβάλλουν αποκλειστικά τα ρητινοφόρα δέντρα και προκαλούν ζημιές. Υπάρχουν πολλά είδη π., όπως οπ. του ερυθροέλατου, που τοποθετεί τα αβγά του στο λεπτό φλοιό της κορυφής τους δέντρου. Όταν εκκολαφτούν οι προνύμφες σκάβουν το ξύλο σε όλες του τις διευθύνσεις, ανοίγουν στοές και σχηματίζουν δίκτυο. Οπ. του έλατου, προτιμά το κάτω μέρος των χοντρών κορμών· κατασκευάζει στο φλοιό του δίκτυο στοών με μεγάλη διάμετρο. Η προνύμφη του π. του πεύκου, μετά την εκκόλαψή της, ανοίγει στοές στο χοντρό φλοιό του κάτω μέρους του κορμού, καθώς και στα κλαδιά. Ο π. ο σημειωμένοςπροσβάλλει τα πεύκα που φυτρώνουν σε φτωχά εδάφη, ανοίγοντας στοές μέσα στους ιστούς των μίσχων και των κλαδιών. Ο π. ο κώνος, τοποθετεί ένα έως τρία αβγά μέσα στα κουκουνάρια των πεύκων κατά τη διάρκεια του σχηματισμού τους. Μετά την εκκόλαψη, η προνύμφη τρώει το εσωτερικό και καταστρέφει τα σπέρματα. Τα κουκουνάρια πέφτουν το καλοκαίρι, και τον Σεπτέμβριο γίνεται η έξοδος του φτερωτού εντόμου.
* * *-ες, ΝΑ, και αττ. τ. πιττώδης, -ῶδες, Α [πίσσα]1. ο όμοιος με πίσσα («χρῶμα δὲ τούτου αἱματῶδες καὶ σφόδρα μέλαν καὶ πιττῶδες», Αριστοτ.)2. αυτός που είναι γεμάτος πίσσα3. αυτός που είναι πυκνός, παχύρρευστος σαν την πίσσα.
Dictionary of Greek. 2013.